ἀποβλέπω

ἀποβλέπω
ἀποβλέπω impf. ἀπέβλεπον; 1 aor. ἀπέβλεψα (Trag., Hdt.+) look, pay attention εἴς τι at or to someth. (Epict. 1, 6, 37; SIG 867, 10; PSI 414, 9; Ps 9:29; 10:4; Philo, Spec. Leg. 1, 293; Just., D. 112, 1; Mel.; πρός Just., A I, 18, 1; Tat., 21, 2; Ath., R. 67, 23) fig., of Moses ἀ. εἰς τ. μισθαποδοσίαν intent on the reward Hb 11:26 (cp. Jos., Bell. 2, 311, Ant. 20, 61).—M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποβλέπω — αποβλέπω, απέβλεψα βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: αποβλέπω : εύχρηστος κυρίως ο ενεστώτας, με την έννοια → αποσκοπώ. Στον αόριστο δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τον τύπο απόειδα, που χρησιμοποιείται μόνο στην έκφραση είδα και απόειδα → απελπίστηκα,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποβλέπω — look away from pres subj act 1st sg ἀποβλέπω look away from pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβλέπω — (AM ἀποβλέπω) 1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά 2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ 3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει») 4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού μσν. νεοελλ. βλέπω το αποτέλεσμα νεοελλ. 1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον… …   Dictionary of Greek

  • αποβλέπω — απόβλεψα (για το απόειδα βλ. ειδικό λήμμα), στρέφω το βλέμμα μου ή τις βλέψεις μου σε κάποιον ή κάτι, επιδιώκω: Αποβλέπει στο να τον διαδεχτεί στη διεύθυνση του μαγαζιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποβλέπεσθε — ἀποβλέπω look away from pres imperat mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλέπετε — ἀποβλέπω look away from pres imperat act 2nd pl ἀποβλέπω look away from pres ind act 2nd pl ἀποβλέπω look away from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλέπῃ — ἀποβλέπω look away from pres subj mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres ind mp 2nd sg ἀποβλέπω look away from pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεπομένων — ἀποβλέπω look away from pres part mp fem gen pl ἀποβλέπω look away from pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεπόμενον — ἀποβλέπω look away from pres part mp masc acc sg ἀποβλέπω look away from pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεπόντων — ἀποβλέπω look away from pres part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλεψάντων — ἀποβλέπω look away from aor part act masc/neut gen pl ἀποβλέπω look away from aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”